φθογγολογία

φθογγολογία
η фонетика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φθογγολογία" в других словарях:

  • φθογγολογία — η, Ν γλωσσ. παλαιότερη ονομασία γλωσσολογικού κλάδου τού οποίου το αντικείμενο περιλαμβάνεται σήμερα στα αντικείμενα τών νεώτερων κλάδων τής γλωσσικής επιστήμης φωνητική και φωνολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόγγος + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1860… …   Dictionary of Greek

  • φθογγολογία — η επιστήμη που μελετά τη φύση των φθόγγων και τους νόμους που ακολουθούν οι φωνητικές μεταβολές, η φωνητική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθογγολογικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με τη φθογγολογία 2. το ουδ. ως ουσ. το φθογγολογικό κεφάλαιο τής γραμματικής το οποίο έχει ως αντικείμενο την εξέταση τής φύσης τών φθόγγων καθώς και τών μεταβολών που αυτοί υφίστανται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθογγολογία. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • Πολυνησία — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται η ανατολικότερη από τις τρεις ζώνες στις οποίες υποδιαιρείται συνήθως η Ωκεανία. Περιλαμβάνει, εκτός από τη συστάδα της Χαβάης, που είναι απομονωμένη στα Β, μια σειρά από αρχιπελάγη, διατεταγμένα προς τα Α του… …   Dictionary of Greek

  • φθογγολογικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη φθογγολογία (βλ. λ.), που είναι της φθογγολογίας: Φθογγολογικές μεταβολές. 2. το ουδ. ως ουσ., φθογγολογικό το τμήμα της γραμματικής που εξετάζει τη φύση και τις μεταβολές των φθόγγων (σε αντιδιαστολή με το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνητική — η η επιστήμη που μελετά τη φύση των φθόγγων, τις μεταβολές τους και τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους γίνονται αυτές, η φθογγολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»